- πραϋντής
- ὁ, Α [πραΰνω]αυτός που καταπραΰνει, που κατευνάζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραυντής — one who appeases masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραϋντικός — ή, ό / πραϋντικός, ή, όν, ΝΑ [πραϋντής] 1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός 2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός. επίρρ... πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν κατά τρόπο πραϋντικό … Dictionary of Greek